πασχαλούδα

πασχαλούδα
η [Πάσχα]
κοινή ονομασία τού φυτού εράνθεμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρίμουλα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πριμουλίδες τής τάξης πριμουλώδη, το οποίο έχει 500 περίπου είδη που απαντούν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο, από τα οποία στην Ελλάδα είναι αυτοφυή τρία είδη, γνωστά με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”